- ὁμοκλήσειεν
- ὁμοκλάωcallaor opt act 3rd sg (attic ionic)ὁμοκλέωaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομοκλάω — ὁμοκλάω και ὁμοκλέω (Α) [ομοκλή] (επικ. τ.) 1. (ιδίως για πολλούς μαζί ανθρώπους) καλώ, φωνάζω, βοώ ταυτόχρονα με κάποιον άλλο («μνηστῆρες δ ἅμα πάντες ὁμόκλεον», Ομ. Οδ.) 2. (για ένα πρόσ.) παροτρύνω, ενθαρρύνω κάποιον κραυγάζοντας, με δυνατή… … Dictionary of Greek